- πανηγυρικός
- -ή, -ό / πανηγυρικός, -ή, -όν, ΝΑ [πανήγυρις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.)2. στολισμένος, καλλωπισμένος3. (για λόγο) αυτός που εκφωνείται με σκοπό τον έπαινο ή το εγκώμιο, εγκωμιαστικός επαινετικός, εκθειαστικός («ἅπερ ἐν τῷ πανηγυρικῷ λόγῳ τυγχάνω συμβεβουλευκώς», Ισοκρ.)4. το αρσ. ως ουσ. ο πανηγυρικός(κυρίως στην αρχαία γραμματολογία) είδος ρητορικού λόγου τον οποίο έγραφαν και εκφωνούσαν διάφοροι ρήτορες, όπως λ.χ. ο Γοργίας, ο Λυσίας ή ο Ισοκράτης, στις γενικές συνελεύσεις τών Ελλήνων, τις πανηγύρεις, οι οποίες γίνονταν σε διάφορους τόπους, ιδίως όμως στην Ολυμπία, γεγονός για το οποίο πολλοί από τους λόγους αυτούς ονομάστηκαν και ολυμπιακοίνεοελλ.1. λαμπρός, επίσημος, επιβλητικός («πανηγυρική υποδοχή»)2. το αρσ. ως ουσ. α) λόγος που εκφωνείται κατά τον εορτασμό ιστορικής επετείου ή επίσημης τελετής («τον πανηγυρικό τής ορκωμοσίας θα εκφωνήσει ο πρύτανης τού Πανεπιστημίου» β. μτφ. υπερβολικός έπαινος, εγκώμιογ) (με ειρων. σημ.) σφοδρή προσωπική επίθεση («τού έψαλε τον πανηγυρικό» — τού είπε τα εξ αμάξης, τού τά είπε χύμα)3. το ουδ. ως ουσ. το πανηγυρικότελετουργικό βιβλίο το οποίο περιέχει αναγνώσματα ειδικά για κάθε γιορτή ξεχωριστάαρχ.1. κολακευτικός, ψεύτικος2. (για ύφος) επιδεικτικός, πομπώδης3. (για πρόσ.) αυστηρός, αξιοπρεπής («γυναικὶ σοβαρᾷ καὶ πανηγυρικῇ», Πλούτ.).επίρρ...πανηγυρικώς και -ά / Α πανηγυρικῶςμε πανηγυρικό τρόπονεοελλ.με περιφανή, λαμπρό, επίσημο τρόπο («αθωώθηκε πανηγυρικώς»).
Dictionary of Greek. 2013.